πτερνοφάγος

πτερνοφάγος
ὁ, Α
(ως ονομασία ποντικού) αυτός που τρώει πτέρνες, δηλ. χοιρομέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. -φαγ-ον τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πτερνοφάγον — Πτερνοφάγος Ham nibbler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνοφάγον — πτερνοφάγος Ham nibbler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”